ἄσπερμος — without seed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσπερμος — η, ο (Α ἄσπερμος, ον) (για φυτά) αυτός που δεν παράγει σπέρμα ή που παράγει καρπούς χωρίς σπόρους («ἄσπερμον γένος», Θεόφρ. «άσπερμος σταφιδάμπελος») νεοελλ. χωρίς σπέρμα («άσπερμα αβγά» αυτά που δεν έχουν γονιμοποιηθεί) αρχ. 1. χωρίς σπέρμα,… … Dictionary of Greek
ἄσπερμον — ἄσπερμος without seed masc/fem acc sg ἄσπερμος without seed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπέρμου — ἄσπερμος without seed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπέρμους — ἄσπερμος without seed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπέρμων — ἄσπερμος without seed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπέρμῳ — ἄσπερμος without seed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπερμα — ἄσπερμος without seed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπερμοι — ἄσπερμος without seed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)